Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Οι ομορφότερες στιγμές του καλοκαιριού

Δύο μήνες μετά τα τελευταία μου νέα, βλέπω ξαφνικά ένα μήνυμα κάτω από την τελευταία ανάρτηση... "Όλα καλά;" με ρωτάει μια ψυχή κι έτσι απλά έγινε το "κλικ" στο μυαλό μου! Δύο μήνες... πώς πέρασαν; Χάθηκα απ' όλους κι όλα, μα κάποιοι νοιάζονται κι εσείς είστε προφανώς ανάμεσά τους!
Εδώ είμαι φίλοι μου και τρέχω όπως όλοι σας, να τα προλάβω όλα. Μα όσο κι αν τρέχω δεν είμαι συνεπής. Όχι μόνο απέναντι σ' εσάς μα και στον εαυτό μου. Και την απεχθάνομαι την ασυνέπεια, αλήθεια!

Το καλοκαίρι μας, αυτό που περιμέναμε πώς και πώς, ήταν τελικά γεμάτο αναβολές, ακυρώσεις και αγωνίες, λόγω των γεγονότων στη χώρα μας. Ό,τι είχαμε προγραμματίσει το ακυρώσαμε και το μόνο που μας έμεινε, ήταν το ταξίδι στο πατρικό μου. Μιας και ο Ιούλης ήταν απογοητευτικός, αποφασίσαμε ότι τον Αύγουστο δε θα τον αφήναμε να περάσει μίζερα και αδιάφορα από μπροστά μας. 

Το φετινό καλοκαίρι λοιπόν, είχε τελικά όσα έχουν όλα τα καλοκαίρια. Μπάνια, παιχνίδια των παιδιών, βόλτες, κους κους με μαμά και αδερφή και καφεδάκια στο μπαλκόνι του πατρικού, βραδινό σουρτούκεμα και άλλα πολλά. Δεν είχε όμως νησιώτικα καλντερίμια, κρυστάλλινα νερά, μυρωδιά από ρίγανη και θυμάρι, δεν είχε πολλούς φίλους και λοιπούς συγγενείς, αφού περιοριστήκαμε εντός των συνόρων της Πιερίας. 
Κι αν μου 'λειψαν πολύ τα νησιά της χώρας μας, δεν πειράζει. Φέραμε την Πιερία στα μέτρα μας και εντοπίσαμε νησιώτικα σκηνικά...
  
"Ακρωτήρι" Πλάκας

...απολαύσαμε λευκές ακτές, κι ας ήταν τα νερά θολά...

Παραλία Κατερίνης

...είχαμε κάθε βδομάδα πάρτι, αφού κάποιος γιόρταζε ή είχε γενέθλια. Με άλλα λόγια, ψάχναμε αφορμές για ν' απολαύσουμε αυτή την απίθανη τούρτα, με μικρές κάθε φορά παραλλαγές...


...κάναμε και νέες φιλίες, από αυτές τις αξέχαστες, τις καλοκαιρινές.

Καλοκαιρινές φιλίες

Μα το φετινό καλοκαίρι, παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να τρυπώσει στις καρδιές μας.
Θα το θυμάμαι, γιατί μετά από πολλά χρόνια βρέθηκα ξανά στο αρχαίο θέατρο Δίου, ν' απολαύσω από κοντά τον Χαρούλη. 



Μας συντροφεύει συχνά η φωνή του στο αμάξι, στο σπίτι, στον υπολογιστή, μα δεν τον γνωρίσαμε ποτέ από κοντά και ήταν υπέροχος!
Σε έναν χώρο πανέμορφο, σε ένα θέατρο κατάμεστο, εκείνη τη γλυκιά νύχτα, μας χάρισε στιγμές μαγικές με τις μελωδίες του. Απίθανος τύπος, απίθανη βραδιά!


Έπειτα ήταν η βόλτα στον Παλιό Παντελεήμονα. Κάθε φορά που περνούσαμε από κάτω, συνειδητοποιούσαμε ότι πάλι δεν καταφέραμε να πάμε στο γραφικό αυτό χωριό, αλλά όχι φέτος. Φέτος επιτέλους τα καταφέραμε! 
Αν ποτέ περάσεις έξω από τον Πλαταμώνα, ρίξε μια ματιά στην πλαγιά απέναντι απ΄το κάστρο. Εκεί βρίσκεται κρυμμένος ο Π. Παντελεήμονας και είμαι σίγουρη ότι θα σου κλέψει την καρδιά με την ομορφιά του.



Η θέα από εκεί είναι μοναδική, τα σοκάκια γραφικά και η πλατεία του πανέμορφη. Κι αν δε σε γοητεύσουν οι φυσικές ομορφιές, ε σίγουρα θ' αγαπήσεις το μέρος όταν μυρίσεις την τσίκνα από τα ψητά κρέατα ή όταν σου προσφέρουν νόστιμα γλυκά μαζί με το φρεσκοψημένο καφεδάκι. Εγώ η παραδοσιακή, ζήλεψα μια βανίλια-υποβρύχιο, εκεί κάτω απ΄τα πλατάνια, πλάι στην πέτρινη εκκλησιά... 


Φεύγοντας, σταθήκαμε ν΄ακούσουμε για λίγο έναν νεαρό που βάλθηκε να μας ταξιδέψει με τη λύρα του. Είναι φοβερό το πώς καταφέρνουν κάποιοι άνθρωποι με παραδοσιακά όργανα να παίξουν μελωδίες που ούτε φανταζόσουν. Είχαν μαζευτεί γύρω του καμιά εικοσαριά νέοι, με μια μπύρα στο χέρι, καθισμένοι στα πεζοδρόμια και τα πέτρινα τοιχάκια, απολαμβάνοντας την μελαγχολικές νότες της λύρας του και την απίθανη θέα. Άλλη μια μαγική βραδιά...



Κι έπειτα ήρθε η ιστορία του Ολύμπου! Αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει μια ανάρτηση από μόνη της, αλλά η αδερφή μου αφιέρωσε 2 αναρτήσεις (εδώ και εδώ) στον Όλυμπο και στην ανάβασή μας, οπότε εγώ θα περιοριστώ σε πιο σύντομες (και γελοίες) περιγραφές.
Είχε βάλει στόχο λοιπόν η αδερφή μου ν' ανέβει στο βουνό (όχι σε οποιοδήποτε βουνό, στον Όλυμπο, να εξηγούμαστε) και άπλωσε τριγύρω τα δίχτυα της, μήπως τσιμπήσει κάποιος από εμάς και την ακολουθήσει. Εννοείται ότι εγώ και ο γαμπρός μου (κοινώς ο άντρας της) δεν πέσαμε στα δίχτυα της. Τσίμπησε όμως ο δικός μου άντρας και βάλθηκαν να με πείσουν οι δυο τους. Έχοντας την επίγνωση της κακής φυσικής μου κατάστασης, μιας και απέχω έναν χρόνο από το γυμναστήριο και τη σωστή διατροφή, αρνήθηκα. Άσε που δεν είχα κατάλληλα ρούχα και παπούτσια. Βρήκα δικαιολογίες πολλές, αλλά σαν μάγισσες με υπνώτισαν και με παρέσυραν με τα ξόρκια τους. Έτσι, βρέθηκα μια βραδιά πριν την ανάβαση να ψάχνω παλιά ρούχα και παπούτσια στο παλιό μου δωμάτιο. Τελικά με έσωσε μια βερμούδα του ανιψιού μου και κάτι  παλιοπάπουτσια, τάχα μου αθλητικά.
Κι αν για την αδερφή μου η ανάβαση ήταν ένα "εσωτερικό ταξίδι", για εμένα ήταν ένα ταξίδι χμμμ... επίσης εσωτερικό. Ναι, ανακάλυψα ότι ξέρω πολλές βρισιές ακόμη και τις έλεγα από μέσα μου την ώρα που τραβούσα ζόρια, ότι έχω αποθέματα υπομονής, πάνω που νόμισα πως είχα στερέψει από δαύτη και ότι πονούσε όλο μου το "είναι". Άρα ήταν και για εμένα ένα εσωτερικό ταξίδι...
Στο ξεκίνημα του μονοπατιού βρήκα δύο αυτοσχέδιες μαγκούρες, τις οποίες κάποιοι Άγιοι άνθρωποι είχαν αφήσει εκεί μετά την κατάβασή τους, για όποιον τις χρειαστεί. Τις πήραμε εγώ και ο Ανδρέας και ομολογώ ότι δίχως την μαγκούρα μου, μπορεί και να μην τα κατάφερνα. Ήταν το τρίτο πόδι μου, το στήριγμά μου στα δύσκολα!



Αρχικά ήταν όλα ομαλά, κάναμε αστειάκια, χαζεύαμε το τοπίο, βγάζαμε και καμιά φωτογραφία στο τσακίρ κέφι, μα η χαρά δεν κράτησε για πολύ! Σιγά-σιγά τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν, ο ήλιος καυτός, ο ιδρώτας έτρεχε, οι αλογόμυγες/κρεατόμυγες/τάβανοι (όπως θέλετε πείτε τις) μας ρουφούσαν το αίμα κι έβλεπα από μακριά την αδερφή μου να αυτομαστιγώνεται κανονικά, κρατώντας ένα ξύλο. Όμως οι μύγες δεν μασούσαν με τίποτα κι εμένα μου είχε κοπεί το γέλιο πια, αφού τα ζόρια ήταν μεγάλα. 


Γενικά, ήμουν ο περίγελος του βουνού, το αστείο της υπόθεσης, η μασκότ του Ολύμπου! 
Πήρα κουράγιο μόνο για μια στιγμή, όταν με προσπέρασαν τα γαϊδουράκια - να πω την αλήθεια, σκέφτηκα ν' ανέβω στη ράχη τους και να φτάσω αρχόντισσα στο καταφύγιο... μα τη σκέψη μου διέκοψε ένα βρυχηθμός που ακούστηκε ακριβώς πίσω μου, περίπου 30 εκατοστά από την γάμπα μου. Γύρισα πίσω έντρομη, ενώ παράλληλα άκουγα την αδερφή μου να μου λέει να μην τρομάξω αν εμφανιστούν τα τσομπανόσκυλα. Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει τη φράση της και η τσιρίδα μου ήταν τόσο δυνατή, που τα τσομπανόσκυλα τρόμαξαν και ταραγμένα έκαναν πίσω-πίσω. Θα πρέπει να με πέρασαν για παλαβιάρα, αφού φοβόντουσαν να με προσπεράσουν στο στενό μονοπάτι... Τα κοίταζα λαχανιασμένη, δίχως να μπορώ ν' ασχοληθώ μαζί τους. 
Λίγο αργότερα και αφού είχαμε μπει πια στο πετρώδες τοπίο, δίχως ίχνος δέντρου και σκιάς πάνω από τα κεφάλια μας, μου κόπηκαν το γέλιο, τα πόδια, η μαγκιά, όλα! Επίσης άρχισε να με κόβει κρύος ιδρώτας, τον οποίο ένιωθα να στεγνώνει επάνω μου με το δροσερό αεράκι του βουνού. Άρχισα να φοράω ό,τι έβρισκα στο σακίδιο. Έβαλα το καπέλο μου και έριξα στον αυχένα μου μια πετσέτα, μην πάθω καμιά ψύξη. Είδα τους άλλους να γελούν με την εικόνα μου, αλλά δεν μ' ενδιέφερε τίποτα και κανείς. Ήθελα μόνο να φτάσω, να τελειώσει το μαρτύριο. Καθώς ανέβαινα και κοίταζα τη σκιά μου, αντιλήφθηκα την γελοία εικόνα μου. Έβλεπα έναν μπόγο με καπελάκι, γύρω από το οποίο πετούσαν μαλλιά (από το ζόρι τους και αυτά), η σκιά μου δεν είχε λαιμό, αφού φορούσα την πετσέτα στο αυχένα, κρατούσα μαγκούρα και πήγαινα τρεκλίζοντας. Σωστός Κουασιμόδος! Ούτε που μ' ένοιαζε! Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να χαλαρώνω σε μια παραλία, δεν είμαι εγώ για τα βουνά. Τι το θελα;


Εκεί στο βάθος, εκείνο το αχνό μπλε, είναι η θάλασσα, η θαλασσίτσα...

Και ξάφνου, είδαμε από μακριά το καταφύγιο. Ύψωσα το κεφάλι μου και το είδα απέναντί μου κι άκουσα μέσα στο μουδιασμένο μου μυαλό τον Ανδρέα να λέει "φτάσαμε Λιτσάκι, μετά τη στροφή θα φτάσουμε". Παίρναμε στροφές και παίρναμε στροφές και ανεβαίναμε σαν φιδάκι το βουνό, μα καταφύγιο δε βλέπαμε... "Μια στροφή ακόμα" έλεγε ο Ανδρέας και κάποια στιγμή ήθελα να τον βρίσω από τα νεύρα, αλλά δεν μου 'χε μείνει αναπνοή! Γι αυτό έκανα εσωτερικές σκέψεις, μέχρι που θυμήθηκα και το τραγούδι του Τερλέγκα "κι όπως θα παίρνω τις στροφές, εσύ αν θέλεις κοίταζέ με". Άσχετο! Περίεργα παιχνίδια που κάνει το μυαλό...  Ναι, ναι ήμουν πολύ γελοία. Κι έπειτα ήρθε η χαριστική βολή. Συναντήσαμε δυο νεαρούς που κατέβαιναν και τους ρώτησε η Κατερίνα πόση ώρα χρειαζόμαστε μέχρι το καταφύγιο. "Εχμμμ" είπαν μαγκωμένοι "περίπου μία ώρα ακόμη". Ήθελα να ουρλιάξω, να τους πιάσω από τους ώμους και να τους ταρακουνήσω. "Τι λες ρε φίλε; Σε ποιον μιλάς; Τι μία ώρα και βλακείες; Μετά τη γ@#$*!@η τη στροφή δεν είναι; Μαχαιριά είσαι ρε φίλε, μαχαιριά!" Όλα αυτά και άλλα πολλά ήθελα να βροντοφωνάξω, αλλά κατάφερα να ξεστομίσω ένα ξεψυχισμένο "τι;;;" με γουρλωμένα μάτια και να ρίξω ένα λυσσασμένο βλέμμα στον Ανδρέα.
Έπειτα έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα. Κι όπως ανέβαινα και φυσούσε, πάγωσα και φόρεσα το αντιανεμικό του Ανδρέα, που μου ήταν σαν τσουβάλι. Η σκιά μου ήταν πλέον για κλάματα, αλλά ποιος νοιαζόταν; Θα πρέπει όμως να ήταν τρομακτική η εικόνα μου, αφού κάποια στιγμή, εκεί στα τελευταία μέτρα πριν το καταφύγιο, συνάντησα ένα νεαρό, ο οποίος έκανε στην άκρη να περάσω. Τον κοίταξα βιαστικά λέγοντας ένα χαμηλόφωνο, ξέπνοο "hi" (ναι χαιρετιούνται όλοι στο βουνό), αλλά εκείνος δεν απάντησε και με κοίταζε σοκαρισμένος, αποσβολωμένος, σχεδόν έντρομος. "Φαντάσου πόσο χάλια είμαι" σκέφτηκα... Τη σκέψη μου διέκοψε η φωνή της αδερφής μου, για να μου πει το πολυπόθητο "Λίτσα έφτασες, έμειναν μόνο 10 λεπτά". Η Κατερίνα είχε φτάσει, μα δεν την έβλεπα, άκουγα μόνο τη φωνή της μέσα από τα δέντρα. "Μόνο 10 λεπτά; Μόνο 10;" απάντησα. "Είναι όμως αυτά τα 10 τελευταία λεπτά, που λες σταυρώστε με ρε παιδιά! Σταυρώστε με καλύτερα, παρά ν' ανέβω εκεί πάνω." Ήταν η τελευταία μου ατάκα, την οποία πρέπει να άκουσε όλο το βουνό, αφού βρήκα τη φωνή, την αναπνοή και το κουράγιο να τη φωνάξω. Μετά από λίγο αντίκρισα μπροστά μου την είσοδο του καταφυγίου και ήταν για μένα η πιο όμορφη εικόνα!

Η είσοδος του καταφυγίου. Θα φιλούσα τα σκαλοπάτια, αλλά δεν μπορούσα να σκύψω, πονούσαν τα γόνατά μου...

Η Κατερίνα μου είπε ότι ήμουν χλωμή σαν πανί, αλλά είχα φτάσει! Μόνο αυτό είχε σημασία...
Σωριάστηκα σε έναν πάγκο, άλλαξα ρούχα, άρχισα να ανεβάζω θερμοκρασία, ρούφηξα μια ζεστή σούπα λαχανικών και καταβρόχθισα κάτι μακαρόνια με κιμά. Για το τέλος πήρα μια τεράστια κούπα τσάι του βουνού με μια γερή δόση μελιού και κάθισα να το απολαύσω με θέα το βουνό! Το βουνό... "Θα ξανάρθουμε;" με ρώτησε ο Ανδρέας κι ενώ όσο ανέβαινα σκεφτόμουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να το ξανακάνω, ξεστόμισα με τεράστια ευκολία ένα βαρυσήμαντο "Ναι, εννοείται!". 


Εννοείται Όλυμπε πως θα ξανάρθω, γιατί είσαι προκλητικός και όμορφος! Κλέβεις εντυπώσεις, γι αυτό θα φέρω κι άλλους μαζί μου, να δουν την άγρια ομορφιά σου! Μας έβαλες δύσκολα και νόμισες ότι απογοητεύτηκα, αλλά ποιος σου είπε ότι είμαι μόνο για τα εύκολα; Θα ξανάρθω!

Αποχαιρετήσαμε την Κατερίνα που θα συνέχιζε την ανάβαση και λίγο αργότερα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πριν αφήσουμε το καταφύγιο, διαπίστωσα ότι το δεξί παπούτσι μου είχε ξεπατωθεί! Οι εργαζόμενοι του καταφυγίου, μου το έδεσαν με σύρμα κι έμοιαζε να φοράω σπιρούνια. Ε, πιο γελοίο γίνεται; Βεβαίως και γίνεται, αφού στο κατέβασμα ξεπατώθηκε και το αριστερό παπούτσι. Δεν είχα όμως σύρμα και βρισκόμασταν μακριά από το καταφύγιο, οπότε ο Ανδρέας μου το έδεσε με γάζες, που είχα πάρει μαζί μου σε περίπτωση χτυπήματος. Αααα έπρεπε να με βλέπατε, έκανα ένα ολόκληρο βουνό ευτυχισμένο. Όλοι γελούσαν και με χαζεύανε. 
Λοιπόν, όπως και να 'χει, το κατέβασμα για εμένα ήταν παιχνιδάκι. Άκουγα να λένε πόσο δύσκολο είναι, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Είχα φτερά στα πόδια μου, δεν είναι τυχαία ο Ερμής πλανήτης του ζωδίου μου! Πετούσα από χαρά και ανακούφιση! Τώρα ήταν σειρά του Ανδρέα να παραμένει σιωπηλός από το ζόρι. 
Φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής μας, αφήσαμε εκεί που βρήκαμε τις μαγκούρες, με την ευχή να φανούν τόσο χρήσιμες και σε άλλους αναβάτες!


Επιστρέψαμε σπίτι και μας υποδέχτηκαν όλοι με γέλια και φιλιά. Σωστοί ήρωες, λιγάκι αποκαμωμένοι! Κοιτάζοντας το είδωλό μου στον καθρέφτη, διαπίστωσα ότι έφυγα το πρωί από το σπίτι κυρία και γύρισα το απόγευμα παρτσακλό. Μα ικανοποιημένη κι ευτυχισμένη! Πάντα είχα στο νου μου ν' ανέβω στον Όλυμπο, άλλωστε δεν γίνεται να είσαι από Πιερία και να μην ανέβεις. Την επόμενη φορά, εύχομαι ο Όλυμπος να μας επιτρέψει ν' ανέβουμε και λίγο ψηλότερα. Ποιος ξέρει...;

Το καλοκαίρι, το μοναδικό καλοκαίρι του 2015 αποτελεί πια παρελθόν. Σαν νερό κυλάει ο χρόνος... 


Κρατώ τις φετινές εικόνες από στιγμές, παιχνίδια, ηλιοβασιλέματα, ολόγιομα φεγγάρια και υποδέχομαι το Φθινόπωρο. 


Καλό Φθινόπωρο φίλοι αγαπημένοι. Επέστρεψα, έτσι λέω...


Litsa

 Επισκεφθείτε το "Home"  στο facebook